η ζακέτα σου

 



Μου έδωσες την ζακέτα σου να πάω σπίτι. Δεν ήξερες όμως πως δεν την κρέμασα στην καρέκλα καθώς μπήκα. Με αυτήν την ζακέτα πλήρωσα τον λογαριασμό των τόσο καιρό χρεοκοπημένων μου αισθημάτων. Κοιμήθηκα χαϊδεύοντας την κι έχοντάς την στην αγκαλιά μου. Την έβαλα από την εξωτερική πλευρά του κρεβατιού σε περίπτωση που θα ήθελες να σηκωθείς ή να φύγεις. Έμπλεξα τα δάκτυλά μου στις μεγάλες τρύπες της πλέξης λες και ήταν τα μαλλιά σου. Ήταν η πρώτη νύχτα που δεν μου έλλειπες κι ω Θεέ, έλιωσα στην διαστροφή πως κοιμάμαι μαζί σου. Σε μια στιγμή τα χέρια μου γλίστρησαν ανάμεσα στα μανίκια της κι έψαξα να βρω το κινητό και να σου γράφω από εκεί όσα διαβάζεις. Όπως κάνεις εσύ. Αν έβλεπες την εικόνα θα σε αναγνώριζες.

Το πρωί ξύπνησα δίπλα σε ένα άγνωστο κορμί, το δικό μου. Τι έκανα Θεέ μου; Κοιμήθηκα με.. Όχι, ευτυχώς, όχι. Ήταν μόνο η ζακέτα μου. Άρα ποιο χέρι με αγκάλιαζε το βράδυ; Ποια ανάσα με νανούρισε; Ποιο χάδι υπνοβατούσε στην ραχοκοκαλιά μου;

Όταν ήρθες να πάρεις την ζακέτα σου είχα φύγει. Οι δυνάμεις μου δεν έφταναν να αντέξω κι άλλον αποχωρισμό. Όταν θα την φορέσεις ξανά ίσως νιώσεις το χάδι μου. Την έσφιγγα τόσο που κάτι θα έχει μείνει να σε αγκαλιάζει από μένα.


Δ.Π.Β.